-
1 ἄ-βατος
ἄ-βατος, Pind. N. 3, 20 ἀβάτη ἅλς, nicht betreten, ἐρημία Aesch. Pr. 2; αἰϑέρος φῶς. Phoen. 322; Παρνησιάδες κορυφαί Ion. 86; unwegsam, bes. von Gebirgen, Hat. 4, 25; 8, 133 ὑπὸ χειμῶνος; Xen. oft; von Flüssen: nicht zu passiren, An. 5, 6, 9; Plat. Lega X, 892 e; – unzugänglich, Pind. τὸ πόρσω σοφοῖς ἄβατον Ol. 3, 57; Ἑλλάδος ἀβάτου ἡμῖν οὔσης διὰ τὸν πόλεμον Isocr. 3, 33; – nicht zu betreten, von heiligen, geweihten Orten, Ha Ph. ἀβάτων ἀποβάς C.C. 164; φυλλὰς ϑεοῦ 681 ch.; Eur. πέδον Hacch. 10 u. sonst; Plat. ἱερόν Critia. 116 c Lach. 183 b; scherzhaft ἀβά-τους ποιεῖν τὰς τραπέζας Anaxipn. Ath. X, 417 a. – Unberührt, rein, ψυχὴ ἀβ. καὶ ἁπαλή Phaedr, 245 a; καὶ ἁπαλή Plut. amat. 16. Bei Luc. Philops. ἔλαφος, nicht besprungen; γυνή Lexiph. 19.
-
2 λιχμάς
λιχμ-άς· θρῖναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι, Hsch. -
3 λείχω
Grammatical information: v.Meaning: `lick' (IA).Compounds: also with περι-, δια-, ἀνα-, ἐκ- a.o.. As 1. member in Λειχ-ήνωρ a. other parodising PN (Batr.).Derivatives: λειχήν, - ῆνος m. "the licker", `lichen, efflorescence, moss' (A., Hp., Thphr.; on the formation Schwyzer 487, Chantraine Form. 167) with λειχήν-η plantname = μυρτάκανθος (Dsc.), - ώδης, - ικός `lichen-like' resp. `belonging to moss' (medic.), - ιάω `have the λ.' (Thphr.). - ἔκλειγ-μα (: ἐκ-λείχω) `tablette, bonbon', ἐκλεικ-τόν `id.' (medic.). - With diff. ablaut: 1. λιχανός ( δάκτυλος) m. `the lick-, i.e. forefinger' (Hp., pap.), with oppositive accent (Schwyzer 380) λίχανος m. `the string stricken by the forefinger' (Aristox., Arist.); λιχάς, - άδος f. `the distance between the forefinger and the thumb' (Hero, Poll.), after διχάς, πεντάς a. o. (s. Chantraine 358) for expected *λιχανάς. 2. λιχμάομαι, - άω, also with ἀπο-, περι- a. o., `lick' (since Φ 123; λελιχμότες Hes. Th. 826 prob. analogical innovation with Leumann Hom. Wörter 218; hardly for *λελοιχότες to λείχω with Fraenkel Mél. Boisacq 1, 378) with λιχμ-ήμων, - ήρης `licking' (Nic.), λιχμάς θρῖναξ. καὶ ἁπαλη πόα καὶ χαμαιπετής, ἥν τὰ ἐρπετὰ ἐπιλείχουσι H.; lengthened forms λιχμάζω (Hes. Sc. 235, Nic.), - αινω (Opp.) `id.' 3. λίχνος `fond of sweets, greedy, rapacious, sweet' (Att., hell.) with λιχνώδης `id.' (Ael.), λιχνότης `greediness' (sch.); denom.. verb λιχνεύω, - ομαι, also with ἐπι-, περι-, `be greedy, swallow' (D. H., Ph., Plu.) with λίχνευμα `titbit' (Sophr.), λιχνεία `dainty, rapacity' (Pl., X.).Origin: IE [Indo-European] [668] *leiǵh- `lick'Etymology: Beside the thematic rootpresent λείχω, from which all other stemforms derive, there are in the related languages several formations: full grade yotpresent in Lith. liežiù, OCS ližǫ; nasalpresent in Lat. lingō; iterative-formations in Goth. bi-laigon, Lith. laižýti (IE *loiǵh-); several full grade formtions in Arm. liz-um, -em, - anem; zero grade form in OIr. ligim, with expressive gemination in OHG lecchōn ' lecken' etc. An athematic presens with old ablaut is retained in Skt. léh-mi, 1. pl. lih-más (IE *léiǵh-mi, *liǵh-més); that Greek also once had zero grade verbal forms, is shown by the nouns λιχανός (: πιθανός a.o.; Chantraine Form. 197), λίχνος (with remarkable barytonesis, Schwyzer 489) and the denominative λιχμάομαι, which presupposes an μ-stem λιχ-μ- (Schwyzer 725 n. 9). - More forms in WP. 2, 400f., Pok. 668, W.-Hofmann s. lingō, Fraenkel s. liẽžti, Vasmer s. lizátь.Page in Frisk: 2,102Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λείχω
-
4 ἁβρο-δίαιτα
ἁβρο-δίαιτα, ἡ, üppige Lebensweise, Ael. V. H. 12, 24. (VLL. τρυφερὰ ζωὴ καὶ ἁπαλή).
-
5 ὠδίς
ὠδίς, ῖνος, ἡ, 1) der Geburtsschmerz, gew. im plur., Geburtswehen; Il. 11, 271; H. h. Apoll. 92; Pind.; Tragg., z. B. αἱ δι' ὠδίνων γοναί Eur. Phoen. 358; dah. das Gebären, die Geburt, Plat., im eigtl. Sinn u. öfters übertragen. – Auch das unter Schmerzen Geborene, ἔϑυσεν αὑτοῦ παῖδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῖνα Aesch. Ag. 1392; Eur. I. T. 1102 u. öfter; die Söhne, im plur., Leon. Al. 16 (VII, 549); μυϑεύεται ἡ Λητὼ τὰς ὠδῖνας ἀποϑέσϑαι τοῦ τε Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος Strab. 10, 5,2; ἁπαλὴ ὠδὶς ὄρνιϑος, das Ei, Nic. Al. 165; ϑαλάσσης, Aphrodite, Ep. ad. 63 (IX, 386). – Uebh. alles mit Anstrengung Hervorgebrachte, ὠδὶς μελίσσης, Honig, Nonn.; auch von des Geistes Arbeit, Himer. – 2) jeder heftige Schmerz, z. B. der Mutterliebe, Bian. 7 (IX, 259); πάρεστι δ' ὠδὶς καὶ φρενῶν καταφϑορά Aesch. Ch. 209; φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νὺξ κυβερνήτῃ σοφῷ Suppl. 751; πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὐτοῦ προςβαλὼν ἀποίχεται Soph. Trach. 42.
-
6 μνόος
μνόος, ὁ, zsgzgn μνοῦς (vgl. χνόος, verwandt mit μνίον), seiner, weicher Flaum, Ar. bei Poll. 10, 38; Hesych. erkl. ἡ πρώτη τῶν ἀμνῶν καὶ πώλων ἐξάνϑησις, ἔριον ἁπαλώτατον, u. Suid. ἁπαλὴ ϑρίξ, also das erste, weiche Mllchhaar, auch von Vögeln, Daunen, μνοῦ χρῶτα τερεινοτέρη, Philodem. 10 (V, 121), v. l. κἀμνοῦ. – Bei Ephipp. Ath. XIV, 642 d scheint es ein Kuchen zu sein.
-
7 ἄν-ανδρος
ἄν-ανδρος, 1) ohne Ehemann, von Jungfrauen, wie von Wittwen, Aesch. Pers. 281; Ἀμαζόνες Suppl. 284; Soph. O. R. 1506; in Prosa, Plat. Legg. XI, 937 a; Plut. Rom. 29. – 2) ohne Männer, männerarm, χρημάτων ἀνάνδρων πλῆϑος Aesch. Pers. 162; πόλις Soph. O. R. 943. – 3) am häufigsten in Prosa, unmännlich, feig, weibisch, ἁπαλὴ καὶ ἄν. δίαιτα Plat. Phaedr. 239 c; ἀνανδρότατος, neben κάκιστος Her. 4, 142; Dem. 59, 12. – Adv., ἀνάνδρως διακεῖσϑαι Isocr. 4, 184; ἔχειν πρὸς τοὺς ἐχϑρούς 4, 151.
-
8 мягкий
мягк||ийприл1. μαλακός, τρυφερός:\мягкий хлеб τό μαλακό ψωμί· \мягкийое мясо τό τρυφερό κρέας· \мягкийое кресло ἡ πολυθρόνα·2. (о человеке, характере) πράος, ήπιος·3. (лишенный резкости) ἀπαλός, ήπιος:\мягкий свет τό ἀπαλό φῶς· \мягкий голос ἡ ἀπαλή φωνή·4. (о погоде и т. ἡ.) μαλακός, ήπιος:\мягкийая зима ὁ μαλακός χειμώνας· \мягкий климат τό ήπιο κλίμα·5. (нестрогий) ἐλαφρός:\мягкийое наказание ἡ ἐλαφριά ποινή ◊ сказать в \мягкийой форме λέγω σέ ήπιο τόνο (или μέ μαλακό τρόπο)· \мягкийая вода τό γλυκό νερό· \мягкийая мебель ντιβάνια καί πολυθρόνες.
См. также в других словарях:
πίννα — Δίθυρα μαλάκια, διαδεδομένα στις εύκρατες ή θερμές θάλασσες, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Αβικουλιδών. Τα ελασματοβράγχια αυτά εκκρίνουν από το πόδι μια μακριά και απαλή βύσσο, κατάλληλη για να υφανθεί· το όστρακό τους έχει μακρές ίσες… … Dictionary of Greek
λιχμάς — λιχμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρῑναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek